Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

"Σημασία έχει τι αφήνει κανείς πίσω του όταν φεύγει".






Ήταν μικρόσωμος. Με φαρδύ μέτωπο. Ως παιδί, επηρεάστηκε από μια γυναίκα που η βασιλική αυλή θεωρούσε κατώτερη, η οποία όμως, ήταν μυστικίστρια, ακραία προληπτική και από ευγενική γενιά. Υπήρξε εξαιρετικά ευφυής, μορφωμένος μαχητικός, πολύ σκληρός, τολμηρός και θαρραλέος (σε σημείο απερισκεψίας), με υπέρμετρη φιλοδοξία, τακτικιστής, σκακιστής, αντισυμβατικός. Ανέβηκε στον θρόνο σε νεαρή ηλικία. Ήξερε ευθύς εξ αρχής ότι έπρεπε να πράξει τα μέγιστα για να ισχυροποιήσει την θέση και κυρίως, την εξουσία του. Στην προσπάθεια του αυτή, άλλαξε τον ρου της ιστορίας, αλλάζοντας και τον παγκόσμιο χάρτη μαζί. Υπήρξε χαρισματικός ηγέτης ακόμα και στις δύσκολες στιγμές των αιματηρών εκστρατειών του, καθώς διέθετε το χάρισμα να εμπνέει τους αποκαμωμένους στρατιώτες του. Και δημιούργησε «όπλα» που ως τότε, απλά δεν υπήρχαν, για να τα καταφέρει. Τα κατάφερε. Άλλαζε την μορφή του Κόσμου της εποχής του. Κατέλαβε άπειρα κράτη. Δημιούργησε μια τεράστια Αυτοκρατορία. Και τελικά, «έφυγε» από δηλητήριο, στο απόγειο της δόξας του. 

Ποιος; Δύο, συγκεκριμένα. Η περιγραφή ταιριάζει γάντι τόσο στον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα, όσο και στον Μωάμεθ Β’, τον Πορθητή ή «Φατίχ» (η αντίστοιχη λέξη στα τούρκικα). Οι ομοιότητες των χαρακτήρων και των συμπτώσεων της ζωής τους είναι πραγματικά εκπληκτικές. Οι συμπτώσεις, επίσης. Τον ένα μας τον πέρασαν ως «καλό» τον άλλο ως «κακό». Ο Αλέκος ήταν ο ημίθεος που «εκπολίτησε» τον μισό γνωστό κόσμο της εποχής και άλλαξε τον ρου της Ιστορίας. Ο Φατίχ, ο κακός Οθωμανός που μας πήρε την Πόλη- λες και η Πόλη ήταν δικιά μας… Θα φτάσουμε και σε αυτό. 


Κάποτε, ο Πήτερ μου σφύριξε πως σημασία έχει τι αφήνει κανείς πίσω του όταν φεύγει. Συμφωνώ- και διαφωνώ ταυτόχρονα. Ο Μεχμέτ και ο Αλέκος αποτελούν την ίδια όψη ενός νομίσματος που έχει και μια εντελώς διαφορετική όψη. Η ίδια τους όψη είναι ετούτη: έμειναν διάσημοι στην Ιστορία επειδή άλλαξαν τον Κόσμο δια της Κοπίδας- και ουχί δια της γραφίδας. Η γραφίδα είναι άλλη υπόθεση, με την οποία θα ασχοληθώ σε επόμενη ανάλυση.

Με την Κοπίδα είναι απίστευτα εύκολο να αλλάξει ο κόσμος- και ξέρεις γιατί; Επειδή δεν αρκεί η δικιά σου. Απαιτούνται εκατοντάδες χιλιάδες ηλίθιοι που θα σε ακολουθήσουν τυφλά, υπακούοντας στο θέλημα σου με τις δικές τους κοπίδες. Δίχως αυτούς, δεν γίνεται τίποτα. Ο Αλέξανδρος το συνειδητοποίησε όταν πια, οι χρήσιμοι ηλίθιοι αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν άλλο στην παράφρονα πορεία του. Μέσα σε μια στιγμή, έμεινε μόνος. Αδύναμος. Αφανισμένος εκ των πραγμάτων. Και την έκανε γι αλλού, ξέροντας ότι μόνο με την Κοπίδα των άλλων μπορούσε να αισθάνεται Θεός.





ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ


Ο Αλεξανδρος ήταν ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Από παιδί ακόμα, διέφερε. Και εμφανισιακά, δηλαδή. Έπασχε από ετεροχρωμία της ίριδας- κοντολογίς, τα μάτια του είχαν διαφορετικό χρώμα. Σε πολλές θρησκείες, το φαινόμενο αυτό αντιμετωπίζεται ως δείγμα «θεϊκής» προέλευσης ή τέλος πάντων, εξώκοσμων ικανοτήτων. 
Ο Αλέξανδρος ήταν επίσης, μετρίου αναστήματος. Ό,τι του έλειπε σε μπόι, το συμπλήρωνε με την καταλυτική του αύρα. Ένα τέλειο μείγμα της Ηρακλείτιας κοσμοθεώρησης που συνοψίζεται σε τέσσερεις λέξεις: «αγαθό και κακό, ταυτόν».  Η Ιστορία είναι μεγάλη πόρνη. Την εποχή που ο Αλέξανδρος ήταν «εδώ», ελάχιστοι τον εκτιμούσαν/σέβονταν/θαύμαζαν. Οι μισοί κατουριόντουσαν επάνω τους και μόνο στο άκουσα του ονόματος του, οι άλλοι μισοί τον ακολουθούσαν τυφλά, πιασμένοι στα δίχτυα της ισχυρής του προσωπικότητας, ξαναμμένοι μέσα στην ζωώδη φύση που ήταν απαραίτητη για την εφαρμογή του σοκ και δέους και υπάκουοι στην βασική επιταγή της εποχής που έζησαν: ο ηγεμών, ξέρει καλύτερα.

               Ο «ηγεμών» ήταν είκοσι χρονών όταν ανέβηκε στον θρόνο της Πέλλας. Όπως και ο Μωάμεθ κάποιες χιλιετίες αργότερα, ήξερε πριν καν ξεκινήσει να βασιλεύει ότι η θέση του ήταν εύθραυστη και επικίνδυνη για τον ίδιο. Η αυλή τον θεωρούσε ανέτοιμο. Μικρό. Άπειρο. Και καθ’ όλα επικίνδυνο. Οπότε, έπιασε αμέσως να διορθώσει το μειονέκτημα αυτό: μέσα σε ελάχιστο χρόνο για τα δεδομένα της εποχής, κατατρόπωσε τις φυλές που απειλούσαν για χρόνια την μακεδονική ασφάλεια. Έπειτα, «συστήθηκε» στις από κάτω ελληνικές πόλεις/κράτη, διαβεβαιώνοντας τες για τα ευγενικά του συναισθήματα προς αυτές, πριν καταλήξει να κάνει αυτό που είχε σκοπό να κάνει εξ αρχής: να τρίψει στα μούτρα όλων πόσο τολμηρός και απρόβλεπτος ήταν.

               Δεν θα επεκταθώ πολύ, μιας και λίγο πολύ, όλοι έχουν διαβάσει για τον Αλέξανδρο πέντε βασικά πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, πέρασαν μερικοί αιώνες μέχρι να τον «ανακαλύψουν» οι Ρωμαίοι και να τον αναγάγουν σε μορφή της στρατηγικής και ιδεατό ορόσημο ανδρός, για τους δικούς τους, απόλυτα ιδιοτελείς λόγους: την κατάκτηση όλο και περισσότερων εδαφών. Ο Αλέξανδρος έμεινε στην Ιστορία για τις στρατηγικές και τις πολεμικές του ικανότητες. Αποτέλεσε στρατιωτικό πρότυπο για όλους τους μετέπειτα μεγάλους στρατηγούς της ιστορίας. Αυτό οφείλεται στο ότι ποτέ δεν έχασε μια μάχη, έναν ανταρτοπόλεμο ή μια πολιορκία στα δώδεκα χρόνια της βασιλείας του- ή τουλάχιστον έτσι λέγεται. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε στρατιωτική ιδιοφυία. Οι ελιγμοί του άγχωναν το επιτελείο του, μιας και φαινόταν να μην έχουν λογική, ούτε ειρμό. Ζητούσε την άποψη των στρατηγών του και μετά την απέρριπτε και έκανε τα εντελώς αντίθετα. Ο λόγος εκ των υστέρων είναι προφανής: άκουγε τους στρατηγούς και ήταν σαν να άκουγε τον αντίπαλο. Επομένως για να τον νικήσει έπρεπε να κάνει το αντίθετο από την κοινή στρατηγική λογική και να τον αιφνιδιάσει με κάτι αναπάντεχο, ή να τον παρασύρει σε παγίδα, πράγμα που έκανε μονίμως.

Ο Αλέξανδρος διέθετε ολότελα αντισυμβατική σκέψη και μια τουλάχιστον ανατριχιαστική αντίληψη της ψυχολογίας των άλλων, την οποία φρόντιζε να χρησιμοποιεί ως όπλο εναντίον τους- και φυσικά, υπέρ του. Σε επίπεδο μαχών, προσπαθούσε μονίμως να αιφνιδιάσει και να παγιδεύσει τον αντίπαλο. Αποκορύφωμα της τακτικής του αυτής, υπήρξε η μάχη του Υδασπη που θεωρείται ακόμα και σήμερα «στρατηγικό αριστούργημα». Η τέλεια εφαρμογή του ψυχολογικού πολέμου, με έναν και μοναδικό στόχο: την αδρανοποίηση και τελικά, την ολοκληρωτική αχρήστευση των τακτικών πλεονεκτημάτων του αντιπάλου. Πολλοί τον θαύμασαν για αυτές τους τις ικανότητες. Ακόμα και στις σύγχρονες σχολές πολέμου, οι μέθοδοι του διδάσκονται με ευλάβεια. Πριν φτάσουμε στις σύγχρονες σχολές πολέμου βέβαια, τον θαύμασαν άλλοι. Και θέλησαν να του μοιάσουν. Ο Χίτλερ και οι συν αυτώ, για παράδειγμα. Ο  Χάιντς Γκουντέριαν, ένας εκ των στρατηγών του Φύρερ,  εμπνεύστηκε το blitzkrieg, τον «πόλεμο-αστραπή» από τον Αλέκο. Αυτός που θαύμασε πραγματικά τον Αλέκο όμως, έζησε μισό αιώνα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: ήταν ο Μεχμέτ Σουλτάν, γνωστός σήμερα ως Μωάμεθ Β’ , ο Πορθητής. 




ΣΟΥΛΤΑΝ ΜΕΧΜΕΤ ΦΑΤΙΧ- ή αλλιώς, ΜΩΑΜΕΘ ο Β’. 


Ο Μεχμέτ ήταν ο τρίτος γιός του Σουλτάνου Μουράτ του Β και μιας  σκλάβας, πιθανόν χριστιανής ορθόδοξης, πιθανόν Ελληνίδας, η οποία «εξαφανίστηκε» με συνοπτικές διαδικασίες από την ζωή του όταν ήταν μικρό παιδάκι ακόμα: τα άλλα δυό του αδέλφια είχαν επίσης «εξαφανιστεί», οπότε ο πατέρας του τον έβγαλε από την αφάνεια, προκειμένου να τον διαδεχτεί. Ουσιαστικά, τον Μεχμέτ τον μεγάλωσε η Μάρα, μία από τις συζύγους του Μουράτ και κόρη του ηγεμόνα των Σέρβων, Γεωργίου Μπράνκοβιτς. Η Μάρα, όπως η Ολυμπιάδα κάποτε, δίδαξε στον Μουράτ τον σεβασμό στον αποκρυφισμό, την μυστική γεωμετρία των πάντων και τα «σημάδια» της μοίρας. Άλλοι δάσκαλοι ανέλαβαν την υπόλοιπη μόρφωση του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μιλούσε πέντε γλώσσες, μια εκ των οποίων, τα ελληνικά.

Ο Μεχμέτ θαύμαζε τρομερά τον Αλέξανδρο. Καμιά δεκαπενταρία χρόνια αργότερα, ένας νεαρός Bενετός, ο Tζιάκομο ντε Λαγκούσι, θα συναντούσε τον Mωάμεθ λίγες μέρες μετά την Άλωση της Kωνσταντινούπολης και θα τον περιέγραφε ως εξής: «Aρματωμένος, ευγενής, με θωριά που εμπνέει περισσότερο φόβο παρά σεβασμό, φειδωλός στο γέλιο, λάτρης της γνώσης, προικισμένος με ηγεμονική γενναιοδωρία, πεισματάρης και θεληματικός, τολμηρός σε κάθε τομέα, εξίσου διψασμένος για τη δόξα όσο ήταν ο Μέγας Aλέξανδρος…». Στο ενδιάμεσο, θα συνέβαιναν διάφορα, βέβαια.

                Ο Μεχμέτ ανέλαβε τον θρόνο του τότε Οθωμανικού Κράτους για πρώτη φορά στα έντεκα του χρόνια και σε μια μάλλον δύσκολη, γι αυτόν συγκυρία: βρέθηκε με το καλημέρα στο κέντρο μιας διαμάχης μεταξύ βεζιραίων πεινασμένων για εξουσία και του ολοένα και αυξανόμενου, αντιτουρκικού μένους της Βυζαντινής Ευρώπης της εποχής εκείνης,  που επίσης πεινούσε για περισσότερη εξουσία. Οπότε, στάλθηκε ξανά στην αφάνεια και ανακλήθηκε ο πατέρας Μουράτ για να βγάλει το φίδι από την τρύπα.
    Πιθανόν ο Μεχμέτ να θύμωσε πολύ, τότε. Να εξοργίστηκε. Να πληγώθηκε. Θα περνούσαν οκτώ χρόνια μέχρι να αντιληφθεί ότι όλα γίνονται για κάποιο λόγο- και ο δικός του λόγος, τον έφερε τελικά, στην εξουσία με τον θάνατο του πατέρα του, σε ηλικία δεκαεννιά χρονών. ‘Όπως ακριβώς το είδωλο του, τον Αλέξανδρο, τις τακτικές του οποίου είχε όλο τον χρόνο να εμπεδώσει, μελετήσει και κάνει κτήμα του, ως τότε. ‘Όπως ο Αλέξανδρος, ο φρέσκος σουλτάνος βρισκόταν σε δεινή θέση: παραήταν νέος. Άπειρος. Όπως ακριβώς ο Αλέξανδρος, είχε μάθει να στηρίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις και στο δικό του ένστικτο. Ήταν ανελέητος όταν έπαιρνε αποφάσεις. Δεν εμπιστευόταν κανέναν. Και ήξερε πολύ καλά, ότι μόνο με ένα καίριο κτύπημα στην καρδιά της κάθε βεβαιότητας εχθρών και φίλα προσκείμενων, θα κατάφερνε να εδραιώσει την θέση του. Αυτό το καίριο χτύπημα, είχε ήδη αποφασίσει ποιο θα ήταν: η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Η Βασιλεύουσα, το Κέντρο του Κόσμου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που έπνεε ήδη τα λοίσθια επι Βυζαντινών, είχε παραμείνει απόρθητη επι έναν ολόκληρο αιώνα- και αυτό, λόγω των τειχών της. Καμία άλλη πόλη της εποχής δεν διέθετε τέτοια τείχη. Σταυροφόροι, Οθωμανοί και κάθε καρυδιάς καρύδι είχαν αποπειραθεί να την αλώσουν δίχως επιτυχία. 23 φορές, συγκεκριμένα.   Η 24η θα αποδεικνυόταν η φαρμακερή- και η δικαίωση του Μεχμέτ που δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος, όπως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η ημέρα χωρίζεται σε 24 ώρες, το πολυτιμότερο μέταλλο, ο χρυσός, μετριέται σε 24 καράτια, τα ομηρικά έπη γράφτηκαν σε 24 ραψωδίες- και πάει λέγοντας.

                
                                 Ο δεκαεννιάχρονος Μεχμέτ ήθελε να γίνει ένας Αλέξανδρος. Η ώρα του είχε φτάσει, την ώρα που έπρεπε να φτάσει. Τακτοποίησε εν τάχει τις εκκρεμότητες με βεζιραίους και γείτονες και καταπιάστηκε με την προετοιμασία του μεγαλεπήβολου σχεδίου του: την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αποφασισμένος να τα καταφέρει πάση θυσία, μελέτησε ενδελεχώς τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της απόρθητης Πόλης και τόλμησε να κάνει πράγματα που στο επιτελείο του φαίνονταν τουλάχιστον παράξενα, αν όχι, ξεκάθαρα βλακώδη: για αρχή, κατασκεύασε στην απέναντι μεριά του Βοσπόρου ένα κάστρο, το Ρούμελη-Χισάρ η λαιμοκοπιά, ώστε να μπορεί να ελέγχει την διάβαση των εχθρικών πλοίων, όταν θα ερχόταν η ώρα. Έπειτα, καταπιάστηκε με την δημιουργία όπλων, ικανών να καταστρέψουν τα χιλιόχρονα τείχη της «απόρθητης Πολης». Μπορεί η πυρίτιδα να είχε ανακαλυφθεί προ πολλού, κανένας όμως, δεν είχε σκεφτεί να την χρησιμοποιήσει σε θεόρατα κανόνια, σαν αυτά που ο Μεχμέτ έδωσε εντολή να κατασκευαστούν, ακούγοντας τον Ουρβανό, έναν Ούγγρο τεχνίτη που του πρότεινε το σχέδιο. Ένα παράτολμο σχέδιο. Πολλοί το είχαν απορρίψει ως όπλο για μάχες- ακόμα και οι ίδιοι οι Βυζαντινοί. Ο Μεχμέτ δεν έμοιαζε σε κανέναν, όμως. Κατασκεύασε εβδομήντα από δαύτα, διαφόρων διαμετρημάτων, πηγαίνοντας την σκέψη του Ουρβανού έτη φωτός παραπέρα: η μπομπάρδα, το μεγαλύτερο όλων, ήταν τόσο τεράστιο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η οικουμένη.

Όταν πια ήταν έτοιμος, εμφανίστηκε φάτσα κάρτα με τα κανόνια του και με εκατό χιλιάδες στρατό μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αποφασισμένος να την πάρει με το στανιό.     Εύκολο δεν ήταν, αλλά ο Μεχμέτ γινόταν ήδη Αλέξανδρος σε όλα. Έπαιρνε αποφάσεις που έκαναν το επιτελείο του να φρίττει και δεν άκουγε κανέναν- ούτε καν την ίδια την λογική.  Η λογική δεν πιάνει μια μπροστά στο ένστικτο και το ένστικτο το δικό του του έλεγε ότι εκεί που οι άλλοι σήκωναν τα χέρια ψηλά, αυτός όφειλε να συνεχίσει.  Τα τείχη γκρεμίζονταν, οι αμυνόμενοι όμως τα ξαναέστηναν στα γρήγορα, αποφασισμένοι να μην υποκύψουν.  Ο Μεχμέτ ήξερε ότι δεν αρκούσαν οι συνεχόμενοι κανονιοβολισμοί για να επιτύχει τον στόχο του. Έβαλε ανθρακωρύχους να σκάβουν λαγούμια κάτω από τα τείχη, ενώ παράλληλα, δούλευε στο μυαλό του το μεγάλο πρόβλημα: πώς διάβολο θα κατάφερνε να βάλει τον στόλο του μέσα στον Κεράτιο Κόλπο- ο οποίος, ειρίσθω εν παρώδω, ονομαζόταν τότε χρυσό κέρας.

               Ένα βασικό στοιχείο της απροσπέλαστης άμυνας της Κωνσταντινούπολης, ήταν η τεράστια, χοντρή αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του Kεράτιου Κόλπου. στις πολιορκίες, αυτή η αλυσίδα σηκωνόταν επάνω από το νερό, αποτρέποντας την είσοδο των εχθρικών πλοίων. Ο Μεχμέτ θα έλυνε αυτόν τον Γόρδιο δεσμό παρακάμπτοντας τον στην κυριολεξία. Έβαλε τους δικούς του να κατασκευάσουν υπό άκρα μυστικότητα έναν πρόχειρο ξύλινο διάδρομο από τον Βόσπορο ως τον Κεράτιο. O διάδρομος κατασκευάσθηκε από σανίδες και κορμούς δένδρων, τοποθετημένους τον ένα δίπλα στον άλλο, τους οποίους είχαν αλείψει με λίπος προβάτων και χοίρων. Ταυτοχρόνως οι ξυλουργοί του έφτιαχναν μεγάλα έλκηθρα, όπου θα στηριζόταν η καρίνα των πλοίων. Υπό τον συνεχή βομβαρδισμό των κανονιών, ο στόλος ανέβηκε την πλαγιά και κατέληξε με φόρα στα νερά του Kεράτιου Kόλπου, καθιστώντας την άλλοτε απόρθητη Πόλη, ευάλωτη από όλες τις πλευρές.


               Εκπληκτική σκέψη, το λιγότερο…. Εκπληκτική σύλληψη. Και εκπληκτική επιμονή, παρά τις συνεχείς αποτυχίες. Του βγήκε πανηγυρικά, έστω και αν έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Όπως η περιβόητη Κερκόπορτα (ένα όνομα που έμεινε στην Ιστορία, μιας και αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα των απόρθυτων τειχών μια τόση δα πύλη που οι Βυζαντινοί δεν είχνα καν σκεφτεί να φυλάξουν επαρκώς, ούτε και μπορούσαν). Επίσης, η βοήθεια από την καθολική Δύση που δεν ήρθε ποτέ, αλλά και η πολιτική και στρατιωτική παρακμή του Βυζαντίου και ο ρόλος της εκκλησίας και των αρχόντων που κοίταζαν το θησαυροφυλάκιο περισσότερο από την ίδια την Πόλη.

Δυό μήνες, σχεδόν, μετά την έναρξη της πολιορκίας,  ο Μεχμέτ, Φατίχ πλέον, κατάφερνε αυτό που δεν είχε καταφέρει κανένας: να αλώσει την απόρθητη Πόλη των Πόλεων. Και παράλληλα, κατάφερε και άλλα πράγματα: να οδηγήσει από την μία τον γνωστό κόσμο της εποχής στην συνειδητοποίηση ότι τα τείχη δεν μπορούσαν πλέον να προστατεύσουν τους αμυνόμενους και από την άλλη, τις μελλοντικές στρατιωτικές συρράξεις σε ένα νέος είδος μάχης: αυτό του βαρέος οπλισμού με κανόνια. Το τέλος των «εντοιχισμένων πόλεων» είχε επέλθει. Και μαζί, είχε επέλθει το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με πάταγο. Μέχρι το 1461, όλος σχεδόν ο γεωγραφικός χώρος που αποτελούσε τον πυρήνα της είχε περιπέσει στα χέρια του Φατίχ, ο οποίος κατάφερε να βάλει στο χέρι τόσο τη Βασιλεύουσα όσο και τα Βαλκάνια και την Ανατολία, δημιουργώντας την ίδια την καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε ξεπεράσει τον δάσκαλο του. Και συνέχισε να τον ξεπερνά: έκανε πολλά για την ανασυγκρότηση της χώρας του, οργανώνοντας κεντρική διοίκηση και φτιάχνοντας ενιαίο ποινικό και αστικό Δίκαιο.

Κι αν τελικά, ο «δικός μας» Αλέκος, αποδείχθηκε πολύ πιο αιμοσταγής και ανεξέλεγκτος, αφού πέρασε σαν σίφουνας, πήρε παραμάζωμα ό,τι πρόλαβε (προς το τέλος, ακόμα και τους πιο δικούς του ανθρώπους, έναν ένα) και την έκανε για αλλού, έχοντας ήδη υποκύψει στο σκοτάδι της ύπαρξης του πλήρως, ο Φατίχ δεν είχε καμία διάθεση να αφεθεί στο δικό του σκοτάδι: το έλεγξε συστηματικά, προς όφελος της Αυτοκρατορίας του. Είχε μάθει από τα λάθη του Αλέκου, μάλλον…. Έστω και αν σεβάστηκε τις ντόπιες θρησκείες όπως είχε κάνει Εκείνος, η  ανηλεής σταυροφορία του σε Ασία και Ευρώπη θα εγκαθίδρυε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία που δεν θα έσβηνε σε μια αναλαμπή, όπως έσβησαν οι κατακτήσεις του Αλέκου, ακολουθώντας την  αναλαμπή της σύντομης τρέλας του. Για τους επόμενους τέσσερις αιώνες, η Οθωμανική αυτοκρατορία στάθηκε δυνατή, όπως δυνατός στάθηκε και αυτός: υπήρξε συγχρόνως μεγάλος στρατιωτικός, εμπνευσμένος πολιτικός και σημαντικός διανοούμενος. Σπάνια χαρίσματα, ασχέτως αν ο Μωάμεθ ο Β’ έμεινε στην ιστορία ως Πορθητής κυρίως.


ΕΠΙΜΥΘΙΟ

               Σε κάθε περίπτωση, οι Ρωμιοί που ολοφύρονται για την Πόλη και τον μαρμαρωμένο βασιλιά, δεν ξέρουν που τους πάνε τα τέσσερα. Το Βυζάντιο φέρθηκε στους τότε Ρωμιούς, αλλά και κάθε λαό που ισοπέδωσε με τρομακτική σκληρότητα, πράγμα που δεν έκανε ούτε ένας εκ των Οθωμανών επικυρίαρχων. Γι αυτό και χθες, σε μια συζήτηση περί της «Ελληνικής Επαναστάσεως» του 1821, εξέφρασα την άποψη ότι υπήρξε πιο στημένη ακόμα και από τους χειρότερους εφιάλτες των μωρών, αυτή η «επανάσταση». ‘Όταν κάτι τυπάκια σαν τον Ανδρούτσο που ξεναγούσε τον Λόρδο Βύρωνα (άλλο μεγάλο καθίκι αυτός) στις κρυφές χαρές της παιδεραστίας που άνθιζε στην Κεφαλονιά προ του «ξεσηκωμού», όπως γίνεται σήμερα με τον ανήλικο σεξοτουρισμό στις Φιλιππίνες ας πούμε, γελάω, σκεπτόμενη και μόνο ότι τα υπολείμματα του Βυζαντίου χρησιμοποίησαν τους ντόπιους τσιφλικάδες και εθελόδουλους για να ανταποδώσουν τα δέοντα στους απογόνους του Φατίχ- και ουδόλως για την όποια απελευθέρωση της Ελλαδίτσας που περνούσε πολύ καλύτερα επί Τουρκοκρατίας, τελικά. Αλλά τι τα θες: το παραμύθι σέρνεται επί κάμποσους αιώνες τώρα και καλά κρατεί. 


               Ο Αλέξανδρος είχε πει κάποτε: "δεν σας φαίνεται ότι οι Έλληνες ανάμεσα στους Μακεδόνες μοιάζουν με ημίθεους που περπατούν ανάμεσα σε θηρία?"  Ένα καθόλα ρητορικό ερώτημα που κανένας δεν κατάλαβε εκ των παρισταμένων. Ούτε σήμερα το καταλαβαίνει κανείς. Όσο και αν κοιτάζεις κάτι, δεν σημαίνει ότι το βλέπεις.Μπορεί να νομίζεις ότι το βλέπεις, μπορεί να το βλέπεις όπως θέλεις εσύ να το δεις, αλλά δεν το βλέπεις ώσπου να αντιληφθείς κάτι πολύ βασικό: τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ούτε καν το καλό και το κακό. 



«Κοίτα να δεις», λοιπόν. Σε όλα.